σποροτρίχωση

σποροτρίχωση
η, Ν
1. ιατρ. νόσος η οποία προκαλείται από τον μύκητα Sporotrichum schenckii και χαρακτηρίζεται συνήθως από έλκος στη θέση τού ενοφθαλμισμού και από μια άλυση σκληρών ερυθρών πυορροούντων οζιδίων που εκτείνονται από τη θέση τού ενοφθαλμισμού κατά μήκος τών λεμφαγγείων τού δέρματος και τού υποδόριου ιστού
2. φρ. «σποροτρίχωση τού αλόγου «
(κτην.) ζωονόσος που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση υποδερμικών όζων οι οποίοι εκκρίνουν παχύρρευστο υπόλευκο πύον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporotrichosis (< σπορότριχο* + -ωση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κομμίωμα — Παθολογικό παράγωγο οζώδους μορφής με νεκρωτικά στοιχεία, που σχετίζεται με την τριτογόνο (προχωρημένη) σύφιλη και με ορισμένες μυκητιάσεις (σποροτρίχωση, ακτινομυκητίαση, βλαστομυκητίαση). Τα κ. εντοπίζονται στο δέρμα, στους μυς, στα οστά, στα… …   Dictionary of Greek

  • σποροτριχίαση — η, Ν ιατρ. η σποροτρίχωση …   Dictionary of Greek

  • σπορότριχο — το, Ν (μυκητ.) γένος ατελών μυκήτων που ανήκει στην τάξη μονιλιώδη τής κλάσης υφομύκητες, ένα είδος τού οποίου προκαλεί την ασθένεια σποροτρίχωση στον άνθρωπο και στα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sporotrichum (< σπόρος + τρίχα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”